- στρατόσφαιρα
- ηη ανώτερη ζώνη της ατμόσφαιρας της Γης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στρατόσφαιρα — Η ανώτερη ζώνη της ατμόσφαιρας. Η σ. χαρακτηρίζεται από σταθερή θερμοκρασία, ανάλογα με το ύψος. Η ύπαρξη της περιοχής αυτής στην ατμόσφαιρα, στην οποία η θερμοκρασία ελαττώνεται με το ύψος, αλλά μένει συνολικά στάσιμη και μάλιστα αυξάνει… … Dictionary of Greek
ατμόσφαιρα — Αεριώδης μάζα που περιβάλλει τη Γη και επιτρέπει τη ζωή του ανθρώπου και όλων των άλλων οργανισμών του ζωικού και του φυτικού βασιλείου. Τα φαινόμενα που συμβαίνουν μέσα στην α., εκτός του ότι συμβάλλουν στη γεωλογική εξέλιξη του πλανήτη,… … Dictionary of Greek
αερόστατο — Αεροσκάφος το οποίο μπορεί να συγκρατείται στην ατμόσφαιρα μόνο με την επίδραση της άνωσης που δέχεται από τον αέρα (αρχή του Αρχιμήδη). Αποτελείται ουσιαστικά από ένα μπαλόνι στήριξης, εντελώς αεροστεγές, γεμάτο με αέριο ελαφρύτερο από τον αέρα … Dictionary of Greek
Κρούτζεν, Πάουλ — (Paul Crutzen, Άμστερνταμ 1933 –). Ολλανδός μετεωρολόγος. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός και το 1961 προσελήφθη ως προγραμματιστής στο τμήμα μετεωρολογίας του πανεπιστημίου της Στοκχόλμης. Το 1963 ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στα… … Dictionary of Greek
βιόσφαιρα — Το μέρος της Γης όπου βρίσκονται οι ζωντανοί οργανισμοί. Περιλαμβάνει τα επιφανειακά στρώματα του φλοιού της Γης, δηλαδή από την επιφάνεια του εδάφους έως λίγα μέτρα βάθος, τα υδάτινα περιβάλλοντα, από την επιφάνεια του νερού έως 7.000 μέτρα… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
μεσόσφαιρα — η 1. γεωλ. μια από τις διαδοχικές συγκεντρικές ζώνες από τις οποίες αποτελείται η Γη και η οποία βρίσκεται κάτω από την ασθενόσφαιρα και περιλαμβάνει τμήμα τού ανώτερου μανδύα, τον κατώτερο μανδύα και τον πυρήνα 2. (μετεωρ.) περιοχή τής ανώτερης… … Dictionary of Greek
ομοιόσφαιρα — η (αστρον. μετεωρ.) ζώνη τής ατμόσφαιρας ενός πλανήτη μέσα στην οποία η χημική σύστασή της είναι ανεξάρτητη από το ύψος και η οποία εκτείνεται από την επιφάνεια τού εδάφους μέχρι τη στροβιλόπαυση, ενώ στη Γη φθάνει μέχρι ύψος 100 χιλιομέτρων και… … Dictionary of Greek
πολικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πόλους τής γήινης σφαίρας ή ο σχετικός με τους πόλους 2. ο σχετικός με τους πόλους μαγνήτη ή ηλεκτρικής στήλης 3. όρος που χρησιμοποιείται στη φυσικοχημεία για να χαρακτηρίσει τα μόρια τα οποία δρουν … Dictionary of Greek
στρατόπαυση — η, Ν (μετεωρ.) ζώνη στην ατμόσφαιρα τής Γης ή άλλων πλανητών η οποία αποτελεί το διαχωριστικό όριο ανάμεσα στη στρατόσφαιρα και στη μεσόσφαιρα … Dictionary of Greek